έμιξα
Смотреть что такое "έμιξα" в других словарях:
ἔμιξα — ἔμῑξα , μίγνυμι mix aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμιξα — ἔμῑξα , μίγνυμι mix aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)